- εὐθεραπευσία
- εὐθερᾰπ-ευσία, ἡ,A ease of treatment, Heliod. ap. Orib. 46.22.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθεραπευσία — εὐθεραπευσία, ἡ (Α) [ευθεράπευτος] η εύκολη θεραπεία … Dictionary of Greek
εὐθεραπευσίαν — εὐθεραπευσίᾱν , εὐθεραπευσία ease of treatment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)